- ανίσκιωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν έχει σκιά, που τον βλέπει ο ήλιος: Εδώ ο τόπος είναι ανίσκιωτος· πώς θα ξεμεσημεριάσουμε;2. αυτός που δεν είναι συμπαθής: Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει, γιατί ήταν τόσο ανίσκιωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.